παλιμβάμους

παλιμβάμους
παλιμβά̱μους , παλίμβαμος
walking back
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παλίμβαμος — παλίμβαμος, ον (Α) 1. αυτός που προχωρεί προς τα πίσω 2. φρ. «ἱστῶν παλιμβάμους ὁδούς» λεγόταν για γυναίκες που ύφαιναν, γιατί καθώς ύφαιναν όρθιες πήγαιναν προς τα εμπρός και πάλι γύριζαν πίσω (Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + βᾶμος (< βᾶμα /… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”